Μόλις παντρεύτηκε τον πήρανε προϊστάμενο. Με μέσο τον πατέρα του. Σε ομάδα εργατών που φτιάχνανε μπαταρίες. Η συμφωνία έλεγε ότι ο καθένας τους δικαιούνταν ένα ποτήρι γάλα τη μέρα. Επειδή πίστευαν -σωστά, λάθος δεν ξέρω- ότι εξασφάλιζε προστασία από τα χημικά των μπαταριών.
Την πρώτη μέρα τους πήρε στο διάλειμα και στηθήκαν στην ουρά να πιούνε το γάλα τους.
'Δεν έχει, φυγέτε'.
Φύγαν οι εργάτες.
Ο παππούς μου όχι.
'Έχουμε συμφωνήσει ένα ποτήρι γάλα. Πούντο;'
'Πάρε ρε κόπανε. Έχει για τους αρχιεργάτες.'
'Και τα παιδιά;'
'Άστους αυτούς να κουρεύονται'
'Μου λες να παρω το γάλα και μετά να πάω να κοιτάξω τους ανθρώπους μου στα μάτια;'
'Μικρέ πρόσεχε τα λόγια σου'
'Εσύ πρόσεξε τα λόγια μου. Έχετε συμφωνήσει ένα ποτήρι γάλα για όλους. Όχι μόνο για τους αρχιεργάτες.'
'Είναι η τελευταία σου κουβέντα;'
'Είναι η τελευταία μου κουβέντα'
Πέρυσι η θεία μου είδε έναν απο τους εργάτες έξω από το σούπερ μάρκετ. Δεκαπέντε τότε, εβδομήντα πια. Την αναγνώρισε και τη ρώτησε τι κάνει ο πατέρας της.
'Έχει πεθάνει από το εννιά'
Έβαλε τα κλάματα ο εργάτης. Που δεν το είχε μάθει. 'Συγνώμη κοπέλα μου' της είπε 'αλλα δε μπορώ να κρατηθώ. Δεν υπάρχουν πια ανθρώποι σαν το μπαμπά σου, να το ξέρεις'.
Τον απολύσανε την ίδια μέρα. Και του βγήκε κακό όνομα στην πιάτσα. Και έκανε δυο χρόνια να ξαναβρεί δουλειά. Με έγκυο γυναίκα και μετά με νεογέννητο και μετά με νήπιο. Κοριτσάκι. Τη μάνα μου. Πεινάγανε. Κυριολεκτικά πεινάγανε. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσω πόσο υπέφεραν βιολογικά και ψυχικά. Κυρίως εκείνος.
Αλλά ήταν ή αυτό ή να πιει το γάλα του και να επιστρέψει στους εργάτες του, συνένοχος με εκείνον που έκλεβε το δικό τους, να τους κοιτάει στα μάτια σα να μη συνέβη τίποτα.
Και αυτό μπορώ να συνειδητοποιήσω πόσο αδιανόητο του ήταν.
(Deftones : Simple Man)
Την πρώτη μέρα τους πήρε στο διάλειμα και στηθήκαν στην ουρά να πιούνε το γάλα τους.
'Δεν έχει, φυγέτε'.
Φύγαν οι εργάτες.
Ο παππούς μου όχι.
'Έχουμε συμφωνήσει ένα ποτήρι γάλα. Πούντο;'
'Πάρε ρε κόπανε. Έχει για τους αρχιεργάτες.'
'Και τα παιδιά;'
'Άστους αυτούς να κουρεύονται'
'Μου λες να παρω το γάλα και μετά να πάω να κοιτάξω τους ανθρώπους μου στα μάτια;'
'Μικρέ πρόσεχε τα λόγια σου'
'Εσύ πρόσεξε τα λόγια μου. Έχετε συμφωνήσει ένα ποτήρι γάλα για όλους. Όχι μόνο για τους αρχιεργάτες.'
'Είναι η τελευταία σου κουβέντα;'
'Είναι η τελευταία μου κουβέντα'
Πέρυσι η θεία μου είδε έναν απο τους εργάτες έξω από το σούπερ μάρκετ. Δεκαπέντε τότε, εβδομήντα πια. Την αναγνώρισε και τη ρώτησε τι κάνει ο πατέρας της.
'Έχει πεθάνει από το εννιά'
Έβαλε τα κλάματα ο εργάτης. Που δεν το είχε μάθει. 'Συγνώμη κοπέλα μου' της είπε 'αλλα δε μπορώ να κρατηθώ. Δεν υπάρχουν πια ανθρώποι σαν το μπαμπά σου, να το ξέρεις'.
Τον απολύσανε την ίδια μέρα. Και του βγήκε κακό όνομα στην πιάτσα. Και έκανε δυο χρόνια να ξαναβρεί δουλειά. Με έγκυο γυναίκα και μετά με νεογέννητο και μετά με νήπιο. Κοριτσάκι. Τη μάνα μου. Πεινάγανε. Κυριολεκτικά πεινάγανε. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσω πόσο υπέφεραν βιολογικά και ψυχικά. Κυρίως εκείνος.
Αλλά ήταν ή αυτό ή να πιει το γάλα του και να επιστρέψει στους εργάτες του, συνένοχος με εκείνον που έκλεβε το δικό τους, να τους κοιτάει στα μάτια σα να μη συνέβη τίποτα.
Και αυτό μπορώ να συνειδητοποιήσω πόσο αδιανόητο του ήταν.