Την άλλη μέρα το χρυσόψαρο ξύπνησε από μια αφόρητη ζέστη. Ο ήλιος έκαιγε, ο αέρας έκαιγε και το τοπίο θύμιζε τεράστια αμμουδιά, μόνο που δεν υπήρχε θάλασσα ούτε για δείγμα.
Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Το χρυσόψαρο, διαβαίνοντας το κακοτράχαλο Μονοπάτι της Σοφίας είχε φτάσει επιτέλους στην Έρημο. Δεν ήταν όμως το αθώο, συνηθισμένο χρυσόψαρο που είχε φύγει από τη θάλασσα. Οι κακουχίες του δρόμου, αλλά πολύ περισσότερο το λαμπρό παράδειγμα του κατσικόφτερου, το είχαν μεταμορφώσει σε ένα σκληροτράχηλο και αδίστακτο κτήνος. Ήξερε πια τι ήθελε, αν και για την ώρα δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πώς να το πετύχει.
«Πάντως το αλυσοπρίονο που μου χάρισε το Κατσικόφτερο όλο και σε κάτι θα χρησιμέψει» μονολόγησε καθώς προχωρούσε στον καυτό ήλιο της Ερήμου.
1 σχόλιο:
Ολωσδιόλου άχρηστες παράγραφοι, μόνο και μόνο για να μην έχει ασυνέχεια το Έπος.
Δημοσίευση σχολίου