Η αντίδραση του κρουασανατζή ήταν εντελώς απροσδόκητη για το χρυσόψαρο. Το υποδέχτηκε με ένα συγκρατημένο χαμόγελο, που μπορούσε να σημαίνει «μπα, πώς από δω παλιόφιλε;» αλλά και «τι σκατά θέλει αυτό το πράγμα στο μαγαζί;».
Το χρυσόψαρο πάντως δεν πτοήθηκε. Μπήκε κατ’ ευθείαν στο ψητό, και ακολούθησε ο εξής ενδιαφέρων διάλογος:
«Για τι με κλάνεις ρε μουνόπανο;»
«...»
«Εγώ μια απάντηση θέλω, και η ερώτηση ήταν κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα απλή. α) Γιατί δεν απαντάς στα μηνύματά μου και β) Γιατί δε μου έχεις δώσει ούτε μισό γαμημένο κρουασάν με γαμημένη γέμιση φράουλα όλο αυτό το γαμημένο χρονικό διάστημα;»
«...»
«Δε με λυπάσαι;»
«...»
«Μα δε μπορείς τουλάχιστον να μου πεις κάτι; Έστω να με διαολοστείλεις ρε αδερφέ!»
«...»
«Δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Δε μπορείς! Εγώ νόμιζα ότι ήσουν καλός, ότι είχε βρεθεί μια λύση στο πρόβλημά μου. Τώρα διαπιστώνω μετά λύπης μου ότι μου έλεγες παπαριές.»
«...»
Το χρυσόψαρο συνέχιζε αμέριμνο τη συζήτηση με τον άσπλαχνο κρουασανατζή. Αυτό που δεν είχε δει ήταν το κουμπάκι που πάτησε ο κρουασανατζής κάποια στιγμή. Κι έτσι, η έκπληξή του δεν περιγράφεται όταν ο κρουασανατζής το έδειξε και ανοίγοντας για πρώτη φορά το στόμα του, πρόφερε αυτά τα τρυφερά λόγια:
«Αυτός είναι! Πάρτε τον, τον κωλοπρεζάκια και τσαταλιάστε τον στο ξύλο»
Το χρυσόψαρο έκπληκτο γύρισε πίσω του και αντίκρισε δυο Μπάτσους. Ο ένας από αυτούς κατέβαζε εκείνη τη στιγμή με δύναμη ένα κλομπ με ολοφάνερο προορισμό το κεφάλι του χρυσόψαρου.
Μετά όλα σκοτείνιασαν.
2 σχόλια:
ώρες ώρες με κουφαίνεις και μετά σκοτεινιάζουν όλα
Ο κρουασανατζής μου θυμίζει αναπληρωτή καθηγητή Πανεπιστημίου.
Ιφιμέδεια
Δημοσίευση σχολίου